Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αναμμένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αναμμέν|ος <-η, -ο> [anaˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. αναμμένος (φως):

αναμμένος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский