Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αναμορφώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αναμορφώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [anamɔrˈfɔnɔ] VERB μεταβ

1. αναμορφώνω (ανασχηματίζω):

αναμορφώνω

2. αναμορφώνω (σε πολιτικο-κοινωνικό χώρο):

αναμορφώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский