Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αναλύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αν|αλύω <-έλυσα, -αλύθηκα, -αλυμένος> [anaˈliɔ] VERB μεταβ

2. αναλύω (εξετάζω) ΧΗΜ:

αναλύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский