Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αναλώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . αναλώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [anaˈlɔnɔ] VERB μεταβ

1. αναλώνω (καύσιμα, αποθέματα):

αναλώνω

2. αναλώνω (τρόφιμα, τσιγάρα):

αναλώνω

II . αναλώνομαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский