Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αναμαλλιάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . αναμαλλιά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [anamaˈʎazɔ] VERB μεταβ

αναμαλλιάζω

II . αναμαλλιά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [anamaˈʎazɔ] VERB αμετάβ

αναμαλλιάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский