Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανάμειξη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανάμειξ|η <-εις> [aˈnamiksi] SUBST θηλ

1. ανάμειξη (ανακάτωμα):

ανάμειξη
Mischung θηλ
θάλαμος αρσ ανάμειξης ΤΕΧΝΟΛ
Mischkammer θηλ

2. ανάμειξη (σκόπιμο μπλέξιμο):

ανάμειξη σε
Einmischung θηλ in +αιτ
έχω ανάμειξη σε κάτι

Παραδειγματικές φράσεις με ανάμειξη

έχω ανάμειξη σε κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский