Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αναλυτικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αναλυτικ|ός <-ή, -ό> [analitiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. αναλυτικός (που περιέχει ανάλυση):

αναλυτικός

2. αναλυτικός (λεπτομερειακός):

αναλυτικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский