Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανακάλυψη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανακάλυψ|η <-εις> [anaˈkalipsi] SUBST θηλ

1. ανακάλυψη (νέων χωρών, φυσικού νόμου):

ανακάλυψη
Entdeckung θηλ
επιστημονική ανακάλυψη

2. ανακάλυψη (εύρημα):

ανακάλυψη
Fund αρσ
έκανα μια παράξενη ανακάλυψη

Παραδειγματικές φράσεις με ανακάλυψη

επαναστατική ανακάλυψη μτφ
επιστημονική ανακάλυψη

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский