Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανάκαμψη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανάκαμψ|η <-εις> [aˈnakampsi] SUBST θηλ

1. ανάκαμψη (επιστροφή):

ανάκαμψη
Umkehr θηλ

2. ανάκαμψη ΟΙΚΟΝ:

ανάκαμψη
Erholung θηλ
ελαφριά ανάκαμψη
leichte Erholung θηλ
οικονομική ανάκαμψη

Παραδειγματικές φράσεις με ανάκαμψη

οικονομική ανάκαμψη
ελαφριά ανάκαμψη

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский