Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανακάμπτω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αν|ακάμπτω <-έκαμψα> [anaˈkamptɔ] VERB αμετάβ (ασθενής, οικονομία)

ανακάμπτω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский