Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανακαλύπτω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανακαλύ|πτω <-ψα, -φτηκα, -μμένος> [anakaˈliptɔ] VERB μεταβ

1. ανακαλύπτω (Αμερική, ίχνη, λάθος):

ανακαλύπτω

2. ανακαλύπτω (εξακριβώνω):

ανακαλύπτω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский