Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανακαινίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανακαινί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [anacɛˈnizɔ] VERB μεταβ

1. ανακαινίζω (γενικά):

ανακαινίζω

2. ανακαινίζω (κτήριο):

ανακαινίζω

3. ανακαινίζω (παλιά κτήρια καλλιτεχνικής αξίας, πίνακες):

ανακαινίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский