Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανακαθίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ανακαθί|ζω <-σα, -σμένος> [anakaˈθizɔ] VERB μεταβ (άλλον)

ανακαθίζω

II . ανακαθί|ζω <-σα, -σμένος> [anakaˈθizɔ] VERB αμετάβ (κάθομαι)

ανακαθίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский