Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανακαίνιση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανακαίνισ|η <-εις> [anaˈcɛnisi] SUBST θηλ

1. ανακαίνιση (γενικά):

ανακαίνιση
Erneuerung θηλ

2. ανακαίνιση (κτιρίου):

ανακαίνιση
Renovierung θηλ
ανακαίνιση σπιτιού

Παραδειγματικές φράσεις με ανακαίνιση

ανακαίνιση σπιτιού

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский