Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αναγαλλιάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αναγαλλιά|ζω <-σα, -σμένος> [anaɣaˈʎazɔ] VERB αμετάβ

1. αναγαλλιάζω (χαίρομαι):

αναγαλλιάζω

2. αναγαλλιάζω (εκφράζω έντονα τη χαρά μου):

αναγαλλιάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский