Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αναβράζων“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αναβράζ|ων <-ουσα, -ον> [anaˈvrazɔn] ΕΠΊΘ (δισκίο)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский