Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανάβω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ανά|βω <-ψα, -φτηκα, -μμένος> [aˈnavɔ] VERB μεταβ

2. ανάβω (φως):

ανάβω

3. ανάβω (τηλεόραση):

ανάβω

4. ανάβω μτφ (ερεθίζω):

ανάβω

II . ανά|βω <-ψα, -φτηκα, -μμένος> [aˈnavɔ] VERB αμετάβ

1. ανάβω (παίρνω φωτιά: σπίρτο, δίνω φως: λάμπα):

ανάβω

2. ανάβω μτφ (ερεθίζομαι):

ανάβω
ανάβω και κορώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский