Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αναγέννηση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αναγέννησ|η <-εις> [anaˈjɛnisi] SUBST θηλ

1. αναγέννηση (ξαναγέννημα, αναδημιουργία):

αναγέννηση
Wiedergeburt θηλ

2. αναγέννηση:

die Renaissance θηλ

3. αναγέννηση:

αναγέννηση ΧΗΜ, ΗΛΕΚ
Regeneration θηλ
οστική αναγέννηση

Παραδειγματικές φράσεις με αναγέννηση

οστική αναγέννηση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский