Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αναγεννώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . αναγενν|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [anajɛˈnɔ] VERB μεταβ ΧΗΜ

αναγεννώ

II . αναγεννώμαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский