Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αναγκάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . αναγκά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [anaŋˈgazɔ] VERB μεταβ

αναγκάζω

II . αναγκάζομαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский