Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αναβράζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αναβρά|ζω <-σα, -σμένος> [anaˈvrazɔ] VERB αμετάβ

1. αναβράζω (νερό):

αναβράζω

2. αναβράζω (μούστος):

αναβράζω

3. αναβράζω μτφ (άνθρωπος):

αναβράζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский