Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „έκτακτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

έκτακτ|ος <-η, -ο> [ˈɛktaktɔs] ΕΠΊΘ

1. έκτακτος (μη τακτικός, εξαιρετικός):

έκτακτος

Παραδειγματικές φράσεις με έκτακτος

έκτακτος φόρος (γενικά)
έκτακτος απεσταλμένος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский