Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εκσφενδονίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εκσφενδονί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛksfɛnðɔˈnizɔ] VERB μεταβ

1. εκσφενδονίζω (πέτρα):

εκσφενδονίζω

2. εκσφενδονίζω (με όπλο):

εκσφενδονίζω

3. εκσφενδονίζω (πύραυλο):

εκσφενδονίζω έναν πύραυλο στο διάστημα

Παραδειγματικές φράσεις με εκσφενδονίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский