Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εκτεθειμένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εκτεθειμέν|ος <-η, -ο> [ɛktɛθiˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. εκτεθειμένος (σε βιτρίνα):

εκτεθειμένος

2. εκτεθειμένος (στον ήλιο, στο κρύο, σε κίνδυνο):

εκτεθειμένος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский