Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εκτείνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . εκτείνω <εξέτεινα, εκτάθηκα, εκτεταμένος> [ɛkˈtinɔ] VERB μεταβ

1. εκτείνω (απλώνω):

εκτείνω

2. εκτείνω (επεκτείνω):

εκτείνω

II . εκτείνομαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский