Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απεσταλμένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απεσταλμέν|ος (-η) [apɛstalˈmɛn|ɔs, -i] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

1. απεσταλμένος (διπλωματικός):

απεσταλμένος (-η)
έκτακτος απεσταλμένος

2. απεσταλμένος (αντιπρόσωπος):

απεσταλμένος (-η)

3. απεσταλμένος (εφημερίδας):

απεσταλμένος (-η)
Korrespondent(in) αρσ (θηλ)

4. απεσταλμένος (αγγελιοφόρος):

απεσταλμένος (-η)

Παραδειγματικές φράσεις με απεσταλμένος

έκτακτος απεσταλμένος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский