Ελληνικά » Γερμανικά

άνετ|ος <-η, -ο> [ˈanɛtɔs] ΕΠΊΘ

1. άνετος (κάθισμα, δουλειά):

άνετος

2. άνετος (σπίτι):

άνετος

Παραδειγματικές φράσεις με άνετος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский