Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: verjubeln , verhexen , verjagen , verjähren και verjüngen

verjubeln VERB μεταβ οικ (ausgeben)

verjagen VERB μεταβ (auch Gedanken, Sorgen)

I . verjüngen [fɛɐˈjʏŋən] VERB μεταβ

1. verjüngen (Bestand):

2. verjüngen (jünger aussehen lassen):

II . verjüngen [fɛɐˈjʏŋən] VERB αυτοπ ρήμα

verjüngen sich verjüngen (schmaler werden):

verjähren [fɛɐˈjɛːrən] VERB αμετάβ +sein ΝΟΜ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "verjuxen" σε άλλες γλώσσες

"verjuxen" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский