Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στενεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . στεν|εύω <-εψα, -εμένος> [stɛˈnɛvɔ] VERB μεταβ

1. στενεύω (κάνω στενότερο):

στενεύω

2. στενεύω (ρούχο):

στενεύω

II . στεν|εύω <-εψα, -εμένος> [stɛˈnɛvɔ] VERB αμετάβ

1. στενεύω (γίνομαι στενότερος):

στενεύω

2. στενεύω (ρούχο: στο πλύσιμο):

στενεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский