Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στενάχωρος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

στενόχωρ|ος [stɛˈnɔxɔrɔs], στενάχωρ|ος [stɛˈnaxɔrɔs] <-η, -ο> ΕΠΊΘ

1. στενόχωρος (χώρος):

2. στενόχωρος (που προκαλεί στενοχώρια):

3. στενόχωρος (που στενοχωριέται εύκολα):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский