Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στεναγμός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

στεναγμός [stɛnaɣˈmɔs] SUBST αρσ

1. στεναγμός (από συγκίνηση):

στεναγμός
Seufzer αρσ

2. στεναγμός (από πόνο):

στεναγμός
Stöhnen ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский