Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στέμμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

στέμμα [ˈstɛma] SUBST ουδ

1. στέμμα (στεφάνι):

στέμμα
Kranz αρσ

2. στέμμα (κορώνα):

στέμμα
Krone θηλ

3. στέμμα ΑΣΤΡΟΝ:

στέμμα
Korona θηλ
στέμμα της γης
Geokorona θηλ
Koronastrahl αρσ
koronales Loch ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με στέμμα

στέμμα της γης
Geokorona θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский