Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στεκούμενος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

στεκάμεν|ος [stɛˈkamɛnɔs], στεκούμεν|ος [stɛˈkumɛnɔs] <-η, -ο> ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский