Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: Jehova , Reservat , Derivat και privat

privat [priˈvaːt] ΕΠΊΘ

3. privat (nicht staatlich):

Derivat <-s, -e> [deriˈvaːt] SUBST ουδ

Derivat bio, ΧΗΜ

Reservat <-(e)s, -e> [rezɛrˈvaːt] SUBST ουδ

1. Reservat (Tier- oder Pflanzenreservat):

2. Reservat (Ureinwohnerreservat):

Jehova <-s> SUBST αρσ ενικ ΘΡΗΣΚ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γερμανικά

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский