Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: Moment , potent , Dozent , Zement και Piment

Piment <-(e)s, -e> [piˈmɛnt] SUBST αρσ o ουδ

Zement <-(e)s, -e> [tseˈmɛnt] SUBST αρσ

Dozent(in) <-en, -en> [doˈtsɛnt] SUBST αρσ(θηλ) ΠΑΝΕΠ

potent [poˈtɛnt] ΕΠΊΘ

1. potent (finanziell):

2. potent (sexuell):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский