Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: Karton , Kanton , mausen , maulen και mauern

I . mauern [ˈmaʊɐn] VERB μεταβ (bauen)

II . mauern [ˈmaʊɐn] VERB αμετάβ (Kartenspiel)

Kanton <-s, -e> [kanˈtoːn] SUBST αρσ CH

Karton <-s, -s> [karˈtɔŋ] SUBST αρσ

1. Karton (Pappe):

2. Karton (Behälter):

κουτί ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский