Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γκρινιάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γκρινιά|ζω <-σα [ή -ξα] > [griˈɲazɔ] VERB αμετάβ

γκρινιάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский