Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γκωρ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γκωρ [gɔr] SUBST ουδ αμετάβλ ΓΕΩΛ

γκωρ
Kolk αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский