Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χαρτόνι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

χαρτόνι [xarˈtɔni] SUBST ουδ

1. χαρτόνι (χοντρό χαρτί):

χαρτόνι
Pappe θηλ

2. χαρτόνι (κουτί):

χαρτόνι
Karton αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με χαρτόνι

χαρτόνι ουδ οντουλέ
Wellpappe θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский