Ελληνικά » Γερμανικά

χτίζω

χτίζω s. κτίζω

Βλέπε και: κτίζω

κτί|ζω [ˈktizɔ], χτί|ζω [ˈxtizɔ] <-σα, -στηκα, -σμένος> VERB μεταβ

1. κτίζω (κτίσμα):

2. κτίζω (δημιουργώ):

κτί|ζω [ˈktizɔ], χτί|ζω [ˈxtizɔ] <-σα, -στηκα, -σμένος> VERB μεταβ

1. κτίζω (κτίσμα):

2. κτίζω (δημιουργώ):

Παραδειγματικές φράσεις με χτίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский