Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χτένισμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

χτένισμα [ˈxtɛnizma] SUBST ουδ

1. χτένισμα (η πράξη):

χτένισμα
Kämmen ουδ

2. χτένισμα (τελική μορφή):

χτένισμα
Frisur θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με χτένισμα

ένα ρετρό χτένισμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский