Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χτενίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . χτενί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [xtɛˈnizɔ] VERB μεταβ

1. χτενίζω (μαλλιά):

χτενίζω

2. χτενίζω μτφ (κείμενο):

χτενίζω

II . χτενίζομαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский