Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: folgsam και folgen

folgsam [ˈfɔlkzaːm] ΕΠΊΘ (von Kind)

folgen [ˈfɔlgən] VERB αμετάβ +sein

2. folgen (zuhören):

3. folgen (verstehen):

5. folgen (gehorchen):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский