Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φρόνιμος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

φρόνιμ|ος <-η, -ο> [ˈfrɔnimɔs] ΕΠΊΘ

1. φρόνιμος (συνετός):

φρόνιμος

2. φρόνιμος (χρηστός):

φρόνιμος

3. φρόνιμος (ειδικά παιδί):

φρόνιμος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский