Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: bisherig , ficken , Ficker , Schickeria , glibberig , raffgierig , vorherig , begierig και wässerig

ficken [ˈfɪkən] VERB μεταβ/αμετάβ χυδ

Schickeria <-> [ʃɪkəˈriːa] SUBST θηλ

Schickeria ενικ οικ:

κοσμικοί αρσ πλ

glibberig [ˈglɪbərɪç] ΕΠΊΘ ιδιωμ οικ

glibberig s. gallertartig

Βλέπε και: gallertartig

gallertartig [ˈgalɐtʔaːɐtɪç] ΕΠΊΘ

wässerig [ˈvɛsərɪç] ΕΠΊΘ

wässerig s. wässrig

Βλέπε και: wässrig

wässrig [ˈvɛsrɪç] ΕΠΊΘ

1. wässrig (Suppe):

2. wässrig ΧΗΜ (Lösung):

raffgierig ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "fickerig" σε άλλες γλώσσες

"fickerig" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский