Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λαχτάρα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

λαχτάρα [laxˈtara] SUBST θηλ

1. λαχτάρα (όταν λείπει κάτι, κάποιος):

λαχτάρα
Sehnsucht θηλ
την κοίταζε με λαχτάρα

2. λαχτάρα (σφοδρός πόθος):

λαχτάρα
Verlangen ουδ
έχει λαχτάρα για μάθηση

3. λαχτάρα (συγκίνηση):

λαχτάρα
Bewegtheit θηλ
περιμένω κάτι με λαχτάρα
πήρα μία λαχτάρα! (τρόμαξα)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский