Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: dicht και dich

I . dich [dɪç] ΠΡΟΣΩΠ ΑΝΤΩΝ

dich αιτ von du

II . dich [dɪç] ΑΥΤΟΠ ΑΝΤΩΝ αιτ

Βλέπε και: du

I . dicht [dɪçt] ΕΠΊΘ

1. dicht (Haar, Nebel, Wald):

2. dicht (Verkehr):

3. dicht (undurchlässig):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский