Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „Discountgeschäft“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Discountgeschäft <-s, -e> [dɪsˈkaʊnt-] SUBST ουδ ΟΙΚΟΝ

Discountgeschäft (Laden)
Discountgeschäft (Laden)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"Discountgeschäft" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский