Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: derweil , derzeit , derlei , Vergeltung , vergelten και dergestalt

dergestalt [ˈ---] ΕΠΊΡΡ

Vergeltung <-, -en> SUBST θηλ

1. Vergeltung (Vergelten):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский