Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανταπόδοση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανταπόδοσ|η <-εις> [andaˈpɔðɔsi] SUBST θηλ

1. ανταπόδοση (επίσκεψης):

ανταπόδοση
Erwiderung θηλ

2. ανταπόδοση (κακού):

ανταπόδοση
Vergeltung θηλ

3. ανταπόδοση (ανταμοιβή):

ανταπόδοση
Belohnung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский